κεγχραμίς

κεγχραμίς
κεγχραμίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. ο μικρός σπόρος τού σύκου
2. το κουκούτσι τής ελιάς
3. κάθε λεπτός κόκκος
4. στον πληθ. αἱ κεγχραμίδες
τα τραχώματα τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κέγχρος, ο, πιθ. κατά τα καλαμίς, σησαμίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεγχραμίς — seed of fig fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδα — κεγχραμίς seed of fig fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδας — κεγχραμίς seed of fig fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδες — κεγχραμίς seed of fig fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδι — κεγχραμίς seed of fig fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδος — κεγχραμίς seed of fig fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδων — κεγχραμίς seed of fig fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίσιν — κεγχραμίς seed of fig fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμιδώδης — κεγχραμιδώδης, ῶδες (Α) όμοιος με κεγχραμιδα (βλ. κεγχραμίς). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεγχραμίς, ίδος + ώδης*] …   Dictionary of Greek

  • κεγχρεμίς — κεγχρεμίς, ίδος, ἡ (Μ) κεγχραμίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεγχραμίς, με εξακολουθητική ανομοιωτική τροπή τού α σε ε] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”