- κεγχραμίς
- κεγχραμίς, -ίδος, ἡ (Α)1. ο μικρός σπόρος τού σύκου2. το κουκούτσι τής ελιάς3. κάθε λεπτός κόκκος4. στον πληθ. αἱ κεγχραμίδεςτα τραχώματα τών οφθαλμών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κέγχρος, ο, πιθ. κατά τα καλαμίς, σησαμίς].
Dictionary of Greek. 2013.